σπιουνιάρω

σπιουνιάρω
βλ. σπιουνάρω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπιουνιάρω — και σπιουνάρω Ν 1. είμαι σπιούνος 2. ραδιουργώ εις βάρος κάποιου, διαβάλλω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spionare (βλ. λ. σπιούνος)] …   Dictionary of Greek

  • σπιουνάρω — Ν βλ. σπιουνιάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”